Το συνέδριο πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του υπουργείου Υγείας, της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών και Ενώσεων (EFPIA) και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ο κ. Μόσιαλος εξέφρασε την εκτίμηση ότι «η επόμενη πανδημία θα είναι το πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής» λόγω της ανθεκτικότητας των μικροβίων αλλά και του γεγονότος ότι στην Ευρώπη «δεν έχουμε αρκετό οπλοστάσιο στα αντιβιοτικά».
Για το λόγο αυτό ο κ.Μόσιαλος τόνισε ότι «χρειάζονται μεγαλύτερες συμπράξεις δημόσιου -ιδιωτικού τομέα», αλλά και μία «σοβαρή επιδημιολογική παρακολούθηση σε παγκόσμιο επίπεδο» με επενδύσεις σε παγκόσμια κέντρα που θα παρακολουθούν τις εξελίξεις στις οικογένειες των μικροβίων. Ανέφερε επίσης ότι θα χρειαστούν περισσότερα κεφάλαια, ώστε, αν υπάρξει νέα πανδημία, να έχουμε εμβόλιο πολύ πιο σύντομα.
Αναφερόμενος στη χρήση και στις δυνατότητες που δίνει η Τεχνητή Νοημοσύνη στον τομέα της υγείας, ο κ. Μόσιαλος είπε: «Η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει έρθει. Στην Ελλάδα έχει συσταθεί μία συγκεκριμένη επιτροπή για το θέμα αυτό, ωστόσο σε αυτή την Επιτροπή δεν μετέχει κανένας εκπρόσωπος από τον τομέα της υγείας, παρότι το 30% των συνολικών δεδομένων στην ΤΝ προέρχεται από τον χώρο της υγείας».
Εξέφρασε επίσης στη συνέχεια, την εκτίμηση ότι η Ελλάδα «θα μπορούσε να έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στον τομέα της αξιοποίησης της τεχνητής νοημοσύνης στον τομέα της υγείας και να βρίσκεται στην πρωτοπορία των επενδύσεων», καθώς διαθέτει ένα ενιαίο ασφαλιστικό ταμείο (τον ΕΟΠΥΥ) και έναν κοινό φορέα κοινωνικής ασφάλισης (ΗΔΙΚΑ), που συγκεντρώνουν τα ιατρικά δεδομένα από το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Όπως τόνισε ο ίδιος, η Ελλάδα χρειάζεται παράλληλα και μία εθνική βιοτράπεζα. Σε συνεργασία με ένα ερευνητικό κέντρο που θα επεξεργάζεται αυτά τα δεδομένα, με ιδιωτικούς φορείς και με τις εφαρμογές υγείας των πολιτών, τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να αποτελούν μία πολύτιμη δεξαμενή που θα μπορούσε να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, καθώς «οι εταιρείες θέλουν να έχουν δεδομένα».
Ο κ. Μόσιαλος αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη, η Ελλάδα να αξιοποιήσει το σημαντικό μέρος του ιατρικού προσωπικού που έχει μεταναστεύσει στο εξωτερικό την περίοδο της κρίσης, αναπτύσσοντας συνέργειες με τους επιστήμονες και τα ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού όπου απασχολούνται. Σε ό,τι αφορά τις μεγάλες προκλήσεις στον τομέα της υγείας τα επόμενα χρόνια, ο Ηλ. Μόσιαλος αναφέρθηκε στην αυξημένη πιθανότητα να υπάρχουν συννοσηρότητες ή πολλαπλά νοσήματα όχι μόνο στις μεγάλες ηλικίες, αλλά κυρίως στον εργαζόμενο πληθυσμό. Όπως τόνισε, «αυτό πρέπει να το επικοινωνήσουμε στην πολιτική ηγεσία» συμπληρώνοντας ότι «η υγεία μπορεί να είναι σημαντικός παράγοντας οικονομικής ανάπτυξης. Πρέπει να φροντίσουμε να προβλέψουμε την ανάπτυξη συννοσηρότητας στις νεότερες ηλικίας με προγράμματα προληπτικής ιατρικής που πρέπει να επεκταθούν πέρα από τους καρκίνους σε περιπτώσεις όπως για παράδειγμα της νεφρικής νόσου».
Μεγάλες προκλήσεις για την υγεία συνιστούν επίσης η κλιματική κρίση, αλλά και η μεταναστευτική κρίση η οποία θα οδηγήσει σε ανάπτυξη μεγαλουπόλεων, χωρίς σωστούς υγειονομικούς σχεδιασμούς. «Δημιουργούνται εκρηκτικές καταστάσεις με συνύπαρξη πολλών ανθρώπων σε μικρούς χώρους και συνύπαρξη με ζώα» προειδοποίησε ο Ηλ. Μόσιαλος συμπληρώνοντας ότι «οι πιθανότητες για μία νέα πανδημία πολλαπλασιάζονται».
Ο κ. Μόσιαλος παρατήρησε τέλος, ότι στην Ευρώπη υπάρχει μία «πολιτική κόπωση» σε ό,τι αφορά στα θέματα προστασίας της δημόσιας υγείας μετά την πανδημία. Παρ’ όλα αυτά, τον Ιανουάριο του 2025 ξεκινά στην Ευρώπη η «κοινή κλινική αξιολόγηση καινοτόμων θεραπειών», με την αρχή να γίνεται με προϊόντα που έχουν σχέση με τον καρκίνο.
«Η χώρα μας θα πρέπει να βρίσκεται στην πρωτοπορία αυτής της διαδικασίας» τόνισε ο κ. Μόσιαλος, συμπληρώνοντας ότι «πρέπει να αναβαθμιστούν τα αρμόδια θεσμικά όργανα σε επίπεδο δεξιοτήτων με παράλληλη αξιοποίηση των Ελλήνων που βρίσκονται στο εξωτερικό ώστε να μην είμαστε ο φτωχός συγγενής και να συμμετέχουμε και οι ίδιοι στη διαδικασία των αξιολογήσεων».