Την φρίκη που βίωνε από τα 12 μέχρι τα 15 της χρόνια, όταν η μητέρα της την εξέδιδε για 50-100 ευρώ και ανθρωπόμορφα τέρατα βίαζαν το παιδικό κορμί της, βρίσκει το θάρρος να περιγράψει η 27χρονη σήμερα Σπυριδούλα από την Κέρκυρα.
«Όταν ήμουν 12 χρονών η μητέρα μου έφερνε άνδρες στο σπίτι, με βίαζαν για 50–100 ευρώ. Όταν δεν ήθελα, με πότιζαν ούζο και με χτύπαγε. Γινόταν καθημερινά στο σπίτι. Ήξερε αυτή δηλαδή τους συγκεκριμένους άνδρες, ήταν γνωστοί, τους ήξερε και τους έφερνε στο σπίτι. Τους έπειθε αυτή δηλαδή, να έρθουν σε συνεύρεση μαζί μου για 50 ή 100 ευρώ. Αυτή έπαιρνε τα χρήματα», είπε. Η μητέρα της θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου για να δικαστεί για τις αξιόποινες πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε βιασμό κατ’ εξακολούθηση και μαστροπεία ανηλίκου νεότερου των 15 χρόνων. Όσα κατέθεσε η Σπυριδούλα, ήταν τόσο ανατριχιαστικά, που οδήγησαν την υπόθεση στα δικαστήρια.
Η μητέρα της την ωθούσε στην πορνεία από την τρυφερή ηλικία των 12 ετών. Για να την εξαναγκάσει, την χτυπούσε ή την μεθούσε με ούζο, προκειμένου να την βιάζουν, χωρίς να είναι σε θέση να φέρει αντίσταση. Δε γνωρίζει με βεβαιότητα πόσοι ήταν, θυμάται όμως τουλάχιστον έξι ονόματα. Ο κάθε ένας πλήρωνε από 50 ή 100 ευρώ τη φορά, χρήματα που καρπωνόταν η μητέρα της. Είτε έρχονταν στο σπίτι τους, είτε πήγαινε η καταγγέλλουσα στα δικά τους, ακατάλληλες ώρες.
Η Σπυριδούλα περιέγραψε στους αστυνομικούς τον εφιάλτη που έζησε σαν παιδί, με μια μητέρα που αδιαφορούσε κι έναν πατέρα ανίκανο να κάνει το παραμικρό, χτυπημένος από τον καρκίνο, τον οποίο έχασε όταν ήταν 8 ετών. Η καταγγέλλουσα ζούσε υπό το καθεστώς ανέχειας και παραμέλησης. Εγκατέλειψε το σχολείο, έχοντας φοιτήσει μόνο στο δημοτικό και αντιμετώπιζε προβλήματα υστέρησης στην ψυχοσυναισθηματική της ανάπτυξη. Δεν έλαβε την απαιτούμενη φροντίδα, όπως θα έπρεπε, από το στενό της οικογενειακό της περιβάλλον, ενώ οι γονείς της αρνήθηκαν την όποια βοήθεια από αρμόδιες υπηρεσίες, που τους προσφέρθηκε.
Όπως αναφέρει η ίδια, την έσωσαν οι γείτονες, που έκαναν καταγγελία και το παιδί απομακρύνθηκε από τη μητέρα. «Μέχρι τα 15 μου χρόνια, γιατί μετά με πήρανε, γιατί έγινε καταγγελία στο Χαμόγελο του Παιδιού και με πήγανε σε ίδρυμα. Το κατήγγειλαν οι γείτονες πάνω από την πολυκατοικία. Έβλεπαν ότι γίνονταν αυτά και έκαναν καταγγελία. Αντί να παίζω με τις κούκλες μου, η μητέρα μου έφερνε άντρες στο σπίτι… Και πονάω. Μόνο και μόνο που βίωσα αυτά που βίωσα, πονάω. Δηλαδή, δεν μπορώ να κοιμηθώ, φοβάμαι», λέει.
Η μητέρα της ποτέ δεν παραδέχτηκε τους ισχυρισμούς της κόρης της. Αντίθετα, ισχυρίζεται ότι είναι όλα ψέματα. «Αρνούμαι τα πάντα. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Οι άνδρες που μας επισκέπτονταν, ήταν φίλοι του συντρόφου μου και πατέρα της κόρης μας και έρχονταν για να τον πείσουν να πάρει τα φάρμακά του, γιατί ήταν καρκινοπαθής και δεν τα δεχόταν από εμένα. Το παιδί μου έκανε αυτές τις καταγγελίες ως αντίδραση στο πρόσωπό μου, για τον εν τέλει θάνατο του πατέρα της», ισχυρίζεται η κατηγορούμενη.
Η Σπυριδούλα πέρασε άσχημα. Υπήρξε άστεγη, πέρασε από ορφανοτροφεία. Πήγαινε όπου την πήγαιναν. «Είμαι άστεγη. Με πήραν από εδώ, από το ορφανοτροφείο και με πήγαν στην Αθήνα. Πήγα στο δημοτικό. Πήγα και το εγκατέλειψα. Με πίεσε η μητέρα μου να το εγκαταλείψω. Όταν με κάλεσε ο ανακριτής, αναγκάστηκα να πω, ότι δεν έγινε, γιατί με απείλησε (σ.σ. η μητέρα μου) ότι θα με σκοτώσει», είπε. Παρά το ότι κάποια στιγμή η Σπυριδούλα τα πήρε όλα πίσω, υπό τις απειλές της μητέρας της, οι ανακριτικές Αρχές, δεν πείστηκαν και θεώρησαν ότι οι αρχικές της καταθέσεις ήταν εκείνες που περιέγραφαν τη φρίκη, που είχε ζήσει αυτή η γυναίκα σήμερα, όταν ήταν παιδί. Το αποτέλεσμα ήταν να ασκηθεί κακουργηματική δίωξη σε βάρος της μητέρας της.