Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση εκδικάζεται για τρίτη φορά μετά από αναίρεση του Αρείου Πάγου επ’ ωφελεία του κατηγορουμένου.
Η απολογία
Ο κατηγορούμενος ξεκίνησε την απολογία του λέγοντας ότι «τα τελευταία χρόνια της ζωής μου τα ζω μέσα σε μια αποθήκη ψυχών/ Στέκομαι ενώπιον σας όχι μόνο ως κατηγορούμενος αλλά ως ένας άνθρωπος που έχει χάσει τον κόσμο του, ως ένας γιος που είδε το πατέρα του νεκρό με μια σφαίρα στο στήθος. Η εικόνα του νεκρού μου πατέρα με συνοδεύει σε κάθε μου βήμα. Το περιστατικό εκείνο με σημάδεψε για το υπόλοιπο της ζωής μου. Για εκείνο το βράδυ έχω ευθύνη. Ομολόγησα.
«Αυτό που ζητάω είναι να με κρίνετε για τα πραγματικά γεγονότα. Ζητάμε την αποκατάσταση της αλήθειας. Η άλλη πλευρά έχει σκοπό να με κρατήσει στη φυλακή μόνο για να σώσει την υστεροφημία της. Αυτό είναι άρρωστο».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε στην στενή του σύνδεση με τον νεκρό πατέρα του, λέγοντας ότι «το ότι είμαι ακόμα όρθιος και στέκομαι στα πόδια μου το χρωστάω σε αυτόν. Θέλω να αποκαλυφθεί η αλήθεια για να αποκατασταθεί η μνήμη του».
Ειδική αναφορά έκανε στις ψυχρές σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών και σε κάποιες επιμέρους προστριβές για ιδιοκτησιακές διαφορές:
«Ήμασταν γείτονες αλλά δεν είχαμε ποτέ σχέσεις»
Ο Ξυλούρης ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε να επιβάλλει τη δύναμή του με οποιοδήποτε τρόπο. Πήραμε έναν σκύλο για να μην πλησιάζουν τα πρόβατα που τα άφηνε ανεπιτήρητα. Σκότωσε τον σκύλο μας. Μας υποτιμούσε. Τον πατέρα μου τον περιγελούσε. Απέναντί μου είχε πάντα μια ερειστική συμπεριφορά» είπε, αναφερόμενος στο θύμα. «Στα όπλα ήταν πρύτανης, όλο το χωριό το ήξερε ότι οπλοφορεί», σημείωσε, μεταξύ άλλων.
Αναφερόμενος στα γεγονότα εκείνης της ημέρας, τόνισε ότι όταν συναντήθηκαν στον δρόμο, λίγο πριν το φονικό, ο Ξυλούρης του μίλησε άσχημα, τον προσέβαλλε και μίλησε άσχημα για τον πατέρα του με τον ίδιο να απαντά με ένα χτύπημα στο πρόσωπό του.
Ο ίδιος, δικαιολόγησε την επίθεση λέγοντας ότι ήταν σίγουρος πως ο Ξυλούρης είχε όπλο καθώς είχε το χέρι του μέσα στη ζακέτα.
«Τον είχα ακινητοποιήσει και προσπάθησα να του πάρω το πιστόλι που νόμιζα ότι κρατούσε.. (…) Μου είπε θα γυρίσω να δεις ένα σκότωμα που θα σου κάνω. Ήξερα ότι θα γυρίσει να πραγματοποιήσει την απειλή του. Και ότι θα γυρίσει με κάποιο από τα όπλα του. Με τα χέρια δεν μπορούσε να με αντιμετωπίσει.» τόνισε ενώ σε ερωτήσεις της Έδρας ως προς το γιατί δεν πήγε να προστατευτεί μέσα στο σπίτι του αλλά αντίθετα πήρε το όπλο και βγήκε έξω, απάντησε ότι «φοβήθηκα ότι θα πάει να γαζώσει το σπίτι και ήξερα ότι ειναι μέσα οι γονείς μου.
Φοβήθηκα ότι θα με σκοτώσει. Έχω αναθεματίσει πολλές φορές τη στιγμή που πήρα το όπλο. Ανάθεμα την ώρα που το έβαλα στη μέση μου» ανέφερε ενώ σε επανάληψη της ερώτησης ως προς το γιατί δεν μπήκε μέσα αφού κινδύνευε, τόνισε: «Ήξερα ότι δεν το αφήσει έτσι. Ήξερα ότι θα γυρίσει».
Ως προς το φονικό, υποστήριξε πως οι μάρτυρες κρύβουν την αλήθεια επειδή θέλουν να συνυπάρχουν χωρίς προβλήματα με την οικογένεια Ξυλούρη στ’ Ανώγεια. «Έζησα τον απόλυτο όλεθρο σε λίγα δευτερόλεπτα. Φώναζα “μπαμπά – μπαμπά” και διαπίστωσα ότι ο πατέρας μου δεν αντιδρούσε. Το σοκ και η οδύνη που ένιωσα, δεν περιγράφεται» ανέφερε ενώ έκανε αναπαράσταση της σκηνής μέσα στην δικαστική αίθουσα με την συνδρομή ενός αστυνομικού.
«Με τα δικά μου χέρια αφαίρεσα μια ανθρώπινη ζωή άφησα δυο παιδιά ορφανά. Όμως λειτούργησα υπό την επήρεια του μεγαλύτερου πόνου που έχω νιώσει ποτέ στη ζωή μου. Σ αυτά τα παιδιά είμαι υπόλογος και θέλω να ξέρουν ότι αυτό το πράγμα δεν το ήθελα, δεν το έκανα επιτηδες»