Η επιρροή της αμερικανικής κυβέρνησης στο Ισραήλ δείχνει να φθίνει, με το εβραϊκό κράτος να αποφασίζει όλο και περισσότερο στρατιωτικές ενέργειες εναντίον αντιπάλων του ενάντια στις επιθυμίες και τις θέσεις των Αμερικανών αξιωματούχων.
Η Wall Street Journal υπογραμμίζει ότι η αμερικανική ηγεσία έχει εν μέρει παραλύσει λόγω των επερχόμενων εκλογών, και δείχνει απρόθυμη να λάβει μια πιο δυναμική στάση απέναντι στις επόμενες κινήσεις του Ισραήλ που φοβάται ότι μπορούν να οδηγήσουν σε περιφερειακή κλιμάκωση, καθώς οι όποιες κινήσεις μπορεί να βλάψουν πολιτικά τους Δημοκρατικούς.
Διαρκείς αιφνιδιασμοί Αμερικανών από ισραηλινές στρατιωτικές ενέργειες
Αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου υποστηρίζουν ότι βρίσκονται σε στενό συντονισμό με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους και ελπίζουν ότι ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου θα προβεί πιθανόν σε μια περιορισμένη επίθεση εναντίον του Ιράν ως απάντηση στην ομοβροντία πυραύλων που εκτόξευσε η Τεχεράνη στο Ισραήλ την Τρίτη.
Η ανταεροπορική άμυνα του Ισραήλ μπόρεσε να αντιμετωπίσει σε μεγάλο βαθμό την ιρανική επίθεση, η οποία προκάλεσε μόνο μικρές ζημιές σε μία από τις αεροπορικές βάσεις του. Ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν πει σε ομολόγους τους στην Ουάσινγκτον ότι δεν αισθάνονται την ανάγκη να αντεπιτεθούν άμεσα ή με μαζικό τρόπο στην Ισλαμική Δημοκρατία.
Αμερικανοί και Ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν συζητήσει πιθανούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων του Ιράν. Ο πρόεδρος Μπάιντεν δήλωσε την Τετάρτη αντίθετος σε τυχόν χτυπήματα σε πυρηνικές εγκαταστάσεις της Τεχεράνης, αλλά χθες, Πέμπτη, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να υποστηρίξει μια ισραηλινή επίθεση σε πετρελαϊκές υποδομές, σχόλιο που έκανε τις αγορές πετρελαίου να εκτιναχθούν.
Το Ισραήλ δεν έχει λάβει ακόμη μια τελική απόφαση σχετικά με το ποια θα είναι η απάντησή του. Το θέμα όμως είναι ότι ο Λευκός Οίκος κατελήφθη εξαπίνης επανειλημμένα από τις αποφάσεις του Ισραήλ τις τελευταίες εβδομάδες.
Ο Νετανιάχου διέταξε την αεροπορική επιδρομή που σκότωσε τον ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στη Νέα Υόρκη, τη στιγμή που Αμερικανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι έτρεχαν μέσα σε αίθουσες στην έδρα του ΟΗΕ, λίγα τετράγωνα πιο πέρα, για να αποτρέψουν έναν διευρυνόμενο πόλεμο στη Μέση Ανατολή.
Η απόφαση αυτή του Νετανιάχου να εγκρίνει το πλήγμα της 27ης Σεπτεμβρίου όντας σε αμερικανικό έδαφος χωρίς να ειδοποιήσει εκ των προτέρων τον Λευκό Οίκο -και αργότερα να δημοσιοποιήσει μια φωτογραφία του να δίνει την εντολή,- ήταν μια ακόμη ένδειξη των διαφορετικών κατευθύνσεων στις οποίες κινούνται η ισραηλινή κυβέρνηση και ο Λευκός Οίκος και τη φθίνουσα επιρροή του τελευταίου στις ισραηλινές κινήσεις.
Βραχυπρόθεσμα, η μονομερής λήψη αποφάσεων από το Ισραήλ για το πλήγμα κατά του Ιράν κινδυνεύει να εμπλέξει την κυβέρνηση Μπάιντεν σε μια ακόμη αντιδημοφιλή περιφερειακή σύγκρουση. Μακροπρόθεσμα, θα μπορούσε να είναι άλλο ένα σημείο ανάφλεξης για επικριτές που λένε ότι οι ΗΠΑ δίνουν στο Ισραήλ πάρα πολλά περιθώρια, χωρίς να χρησιμοποιούν την επιρροή τους για να χαλιναγωγήσουν τον σύμμαχό του.
Ένα ακόμη δείγμα του Λευκού Οίκου – θεατή στις εξελίξεις: Τον Σεπτέμβριο, ο απεσταλμένος του Λευκού Οίκου, Άμος Χοστέιν συναντήθηκε με Ισραηλινούς αξιωματούχους στα μπούνκερ του ισραηλινού στρατού στο Τελ Αβίβ για να τους προτρέψει να μην εξαπολύσουν μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση κατά της Χεζμπολάχ στον Λίβανο. Τους παρακάλεσε να καταβάλουν προσπάθειες για να δεχθούν μια συμφωνία που θα απωθούσε τη Χεζμπολάχ μακρύτερα από τα βόρεια σύνορα του Ισραήλ.
Λίγες ώρες μετά τη συνάντηση του Χοστέιν με τον Νετανιάχου, εκατοντάδες βομβητές που χρησιμοποιούσαν μέλη της Χεζμπολάχ εξερράγησαν σε ολόκληρο τον Λίβανο σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση που σκότωσε δεκάδες ανθρώπους, μεταξύ των οποίων παιδιά, και τραυμάτισε χιλιάδες άλλους. Την επόμενη μέρα, γουόκι-τόκι εξερράγησαν σε ένα δεύτερο κύμα επιθέσεων κατά της σιιτικής οργάνωσης.
Αμερικανοί αξιωματούχοι είπαν ότι δεν είχαν πρωτύτερη γνώση της επιχείρησης αυτής και προσπάθησαν να κρατήσουν αποστάσεις από αυτήν που κλιμάκωσε περαιτέρω την τεταμένη κατάσταση στην περιοχή
Οι ΗΠΑ ένας “γκρινιάρης” στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, κατά τους Ισραηλινούς κυβερνώντες
Ο Μπάιντεν και η ομάδα του συχνά μοιάζουν με θεατές, απρόθυμους ή ανίκανους να χαλιναγωγήσουν έναν σύμμαχο τον οποίο συνεχίζουν να υποστηρίζουν πολιτικά και να του παρέχουν κρίσιμης σημασίας στρατιωτική υποστήριξη.
Από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα πριν από σχεδόν έναν χρόνο, ο Μπάιντεν έχει επανειλημμένα χαρακτηρίσει αδιάρρηκτες τις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ. Αλλά η σχεδόν 50ετής σχέση του Δημοκρατικού προέδρου με τον Νετανιάχου επιδεινώνεται διαρκώς, με συγκρουόμενες πολιτικές ατζέντες και αντικρουόμενους πολεμικούς στόχους. Ο Μπάιντεν έχει να μιλήσει με τον Νετανιάχου από τις 21 Αυγούστου.
Οι ΗΠΑ «φαίνεται ότι αντιμετωπίζονται από την ισραηλινή ηγεσία είτε ως γκρινιάρης είτε ως κάποιος που κάθεται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, που δεν κατανοεί τις απαιτήσεις αυτή τη στιγμή».δήλωσε στην WSJ ο Τζον Άλτερμαν, διευθυντής προγραμμάτων Μέσης Ανατολής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών.
Η ώθηση της αλλαγής δυναμικής στη σχέση ΗΠΑ-Ισραήλ είναι η μετάλλαξη του Ισραήλ, από τη βαθιά πληγή της τρομοκρατικής επίθεσης της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου 2023 και η ηγεσία της χώρας από έναν πρωθυπουργό που θέλει να ενισχύσει και να στυλώσει την υποστήριξή του μεταξύ των Ισραηλινών που επιθυμούν επιθετικές στρατιωτικές κινήσεις για να παραδώσουν μόνιμες ήττες στους αντιπάλους.
«Η 7η Οκτωβρίου άλλαξε τα πάντα», λέει ο Ντέιβιντ Σένκερ, ο οποίος υπηρέτησε ως βοηθός υπουργός Εξωτερικών για υποθέσεις Εγγύς Ανατολής κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Τραμπ. «Έχουμε να κάνουμε με ένα νέο Ισραήλ που πρόκειται να επιδιώξει αμείλικτα τους στόχους ασφαλείας του με λιγότερο σεβασμό στις ευαισθησίες των ΗΠΑ».
Την ίδια στιγμή, το πολιτικό τοπίο στις ΗΠΑ έχει επίσης αλλάξει. Ο Νετανιάχου, ένας έντονος παρατηρητής της πολιτικής των ΗΠΑ, γνωρίζει ότι οι αξιωματούχοι του Μπάιντεν βρίσκονται σε δύσκολη θέση λόγω των επερχόμενων προεδρικών εκλογών.
«Δεν πρόκειται να βρείτε έναν Αμερικανό διαπραγματευτή, εβδομάδες πριν από εκλογές στη σύγχρονη αμερικανική Ιστορία, που πιέζει και πιέζει τους Ισραηλινούς, ιδιαίτερα σε ένα μέτωπο που περιλαμβάνει το Ιράν», λέει ο Άαρον Ντέιβιντ Μίλερ, πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για θέματα Μέσης Ανατολής.
Αμερικανοί αξιωματούχοι εργάζονται εδώ και μήνες για να αποτρέψουν μια κλιμάκωση των συγκρούσεων Ισραήλ-Χεζμπολάχ στον Λίβανο, φοβούμενοι ότι θα μπορούσε να προσελκύσει το Ιράν και να αναγκάσει τις ΗΠΑ να εμπλακούν πιο βαθιά στρατιωτικά.
Καθώς οι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές έπληξαν τον Λίβανο τον περασμένο μήνα, Αμερικανοί και Γάλλοι διπλωμάτες στη Νέα Υόρκη για την ετήσια Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ αγωνίστηκαν για να βρουν έναν τρόπο να σταματήσουν τη βία.
Ισραηλινοί αξιωματούχοι υποστήριξαν ένα σχέδιο των ΗΠΑ, της Γαλλίας και άλλων χωρών για κατάπαυση του πυρός 21 ημερών ώστε να επιτραπούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ, σύμφωνα με Αμερικανούς αξιωματούχους.
Ωστόσο, ο Νετανιάχου υπαναχώρησε από το σχέδιο, αφού προέκυψε η ευκαιρία της εξόντωσης του Νασράλα.
Το Ισραήλ είχε «ενημερωθεί πλήρως και είχε πλήρη επίγνωση κάθε λέξης» της πρότασης κατάπαυσης του πυρός, δήλωσε εξοργισμένος εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου σε δημοσιογράφους. Μετά την αεροπορική επιδρομή που σκότωσε τον Νασράλα στη Βηρυτό, Αμερικανοί αξιωματούχοι είπαν ότι το Ισραήλ τους ενημέρωσε για την επικείμενη επίθεση μόνο όταν τα αεροπλάνα ήταν στον αέρα.
Ανώτατοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν προσαρμόστηκαν γρήγορα, λέγοντας στη συνέχεια ότι επιδοκιμάζουν τον θάνατο του Νασράλα. Καθώς το Ισραήλ άρχισε να προετοιμάζεται να στείλει χερσαία στρατεύματα στα σύνορα του Λιβάνου, η κυβέρνηση δήλωσε ότι ήταν βέβαιη ότι η εισβολή θα ήταν περιορισμένη.
Τη Δευτέρα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ζήτησε κατάπαυση του πυρός όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφους για αναφορές ότι το Ισραήλ προετοιμάζεται για χερσαία εισβολή στον Λίβανο, λέγοντας πως «θα αισθανόμουν καλύτερα αν σταματούσαν [σ.σ. οι Ισραηλινοί]. Πρέπει να έχουμε κατάπαυση του πυρός τώρα».
Δεν πέρασαν λίγες ώρες και ισραηλινά άρματα μάχης πέρασαν τα νότια σύνορα του Λιβάνου, καθώς οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις ξεκίνησαν αυτό που αποκάλεσαν «περιορισμένες» και «τοπικές» επιδρομές για να εκτοπίσουν θέσεις που κατείχαν μαχητές της Χεζμπολάχ.