web analytics

Σίλας Σεραφείμ: «Ο Σεφερλής είναι δουλευταράς ΣΑΝ ηθοποιός, αλλά είναι τεμπέλης ΩΣ ηθοποιός»

Με αφορμή την ανάρτησή του αυτή, σήμερα βγήκε στον αέρα της εκπομπής «Πρωινό», όπου εξήγησε κι εκεί τα όσα έγραψε στα social media.

Τι αναφέρει αναλυτικά:

ΣΕΦΕΡΛΗΣ ΚΑΙ ΗΘΟ-ΠΟΙΙΑ

Ένα τελευταίο (από μένα) πλην βασικό σχόλιο, γιατί με κούρασε η Σεφερλιάδα.

Ο Σεφερλής είναι δουλευταράς ΣΑΝ ηθοποιός

αλλά είναι τεμπέλης ΩΣ ηθοποιός.

Εξηγώ.

Ο κόσμος νομίζει ότι το δύσκολο για έναν ηθοποιό είναι να μάθει τα λόγια.

Είναι σα να νομίζεις ότι για να γίνει κανείς συγγραφέας, αρκεί να ξέρει γραφή κι ανάγνωση.

Ένα ποίημα όλοι μπορούν να μάθουν.

Το θέμα είναι πως θα το αποδώσεις σε μια ανάγνωση.

Η δουλειά του Ηθοποιού είναι (πλέον γνωστό ελπίζω) να ποιεί το ήθος του ρόλου, δηλαδή να ενσαρκώνει κι όχι να διαμορφώνει Ηθική, όπως νομίζει ίσως μόνο ο Βελόπουλος ακόμα.

Ο Ηθοποιός δηλαδή υπηρετεί έναν ρόλο, ένα έργο, έναν συγγραφέα.

Ένας Ηθοποιός «πουλάει» ως προϊόν, την όποια ικανότητα του να αποδίδει σωστά και αισθητικά ωραία, χωρίς ψεύτικους εντυπωσιασμούς και κίβληδες φαντασμαγορίες,

τον άνθρωπο –ρόλο, που συνέλαβε κι αποτύπωσε στο έργο του ο Συγγραφέας.

Σε αντίθεση με τον Ηθοποιό, ο Σταρ πουλάει τον εαυτό του.

Ο Σεφερλής θεωρεί (και σωστά) ότι είναι Σταρ κι ως εκ τούτου δε «χωράει» σ ένα έργο. Δεν θέλει να υπηρετεί αυτός τον ρόλο αλλά ο ρόλος αυτόν.

Θέλει να τον υπηρετεί το έργο, ο ρόλος, ο Συγγραφέας.

-Γι’ αυτό κι όποτε έπαιξε έργα άλλων όπως τον Ηλία του 16ου, έκανε «τα δικά του» κι έτσι μπορεί να έβγαζε γέλια μεν, αλλά όχι μεσ’ απ’ τον ρόλο. «Πουλούσε» δηλαδή τον Σεφερλή κι όχι τον Ηλία.

(Εξού και η κόντρα με την Τίνα Σακελλάριου που του ‘χε δώσει τα δικαιώματα τότε).

Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι αφού «πουλάει» Σεφερλή κι ο κόσμος αγοράζει Σεφερλή, γιατί να μη γράφει αυτός το έργο, ώστε ό,τι και να κάνει, να αποκλείσει να είναι εκτός ρόλου;

Απλώς θα δουλεύει ΣΑΝ ηθοποιός κι όχι ΩΣ Ηθοποιός.

Κανένα κακό.

Λογικό κι έντιμο.

Στο κάτω κάτω κι αυτό δεν είναι εύκολο, να «πουλάς» δηλαδή τον φύσει (κι όχι θέσει) κωμικό εαυτό σου με τόση επιτυχία.

Μ αυτό τον τρόπο και θιασάρχης έγινε και παραγωγός κι έχει και κοινό και λεφτά και δουλειές στην τηλεόραση.

Κανένας ψόγος -αν μπορούσαν θα το κάνανε κι άλλοι.

-Και βασικά το κάναν και το κάνουν κι άλλοι.

Απ’ τη Βουγιουκλάκη μέχρι τη Ντενίση, λιγότερο ή περισσότερο, «πουλήσανε» και «πουλάνε» τον Σταρ εαυτό τους, πλην όμως μέσα από το άλλοθι μιας παράστασης και υπηρετώντας ρόλους, έργα και συγγραφείς.

Αυτός είναι ο λόγος που ο «σεφερλιδικός» Θεατής δεν μιλάει για το ποιό έργο είδε με τον Σεφερλή αλλά λέει ότι είδε πρόπερσι «Σεφερλή», φέτος και θα δει και του χρόνου.

Ο Σεφερλής του αρέσει, Σεφερλή θα δει.

Μια απολύτως έντιμη σχέση.

Απλώς έρχεται σε αντίθεση με τον ηθοποιό που δουλεύει ΩΣ Ηθοποιός, για τον οποίο ο Θεατής λέει ότι τον είδα στο τάδε έργο, του τάδε συγγραφέα, σε σκηνοθεσία του τάδε και δεν μ άρεσε (ή μ άρεσε), περισσότερο ή λιγότερο απ’ όταν τον είχα δει στο τάδε έργο, του τάδε συγγραφέα, σε σκηνοθεσία του τάδε.

Συνελόντι ειπείν, αυτό που λέγεται από τους κύκλους των ηθοποιών πως «ο Σεφερλής κάνει άλλη δουλειά», αυτό εννοούν.

Κατά συνέπεια, ο Σεφερλής έχει το κοινό του, που αγαπάει να βλέπει τον Σεφερλή και ο οποίος τους πουλάει Σεφερλή αγνά, στεγνά κι ανόθευτα και εβριμπόντι ιζ χάπι.

Αυτό το κοινό, βλέπει κάθε χρόνο το ίδιο έργο και τους αρέσει το ίδιο.

Το υπόλοιπο κοινό που δεν του αρέσει ο Σεφερλής, όσο αδιανόητο κι αν φαίνεται αυτό στον Σεφερλή, ό,τι και να κάνει ο Σεφερλής, θα το βρούνε Kitsch.

Ένα ευκολοχώνευτο Ersatz της τέχνης κατά τον Walther Killy ή όπως ορίζεται απ’ τον Hermann Broch ως «το κατηγόρημα το κατά το γούστο μικροαστού».

Δηλαδή ένα αισθητικό γεγονός, ανάλογο με του μικροαστού, με την ταξική έννοια.

Προφανώς αφορά και τον προλετάριο και τον μεγαλοαστό, που έχει την ίδια αισθητική με τον μικροαστό.

Το αν το θέατρο του Σεφερλη είναι γνήσια λαϊκό ή εκτροχιάζεται προς το λαϊκίστικο, δεν είναι σκοπός μου εδώ να το κρίνω, όπως επίσης και το ποιο απ’ τα δυο, το λαϊκό ή το «κουλτουριάρικο» είναι ανώτερο ή καλύτερο, γιατί η απάντηση βρίσκεται στο αισθητικό αποτέλεσμα.

Υπάρχει προφανώς μεγάλη σοδειά κι από λαϊκά διαμάντια,

όπως κι από «κουλτουριάρικες» πατάτες.

Τώρα και σύμφωνα και με τον Umberto Eco, εφόσον το Kitsch καθοριστεί ως επικοινωνία που τείνει στην πρόκληση εντυπωσιασμού,

γίνεται κατανοητός και ο τρόπος με τον οποίο ταυτίστηκε αυθόρμητα με την μαζική κουλτούρα.

ΥΓ1. Ο Σεφερλής δεν είναι στο απυρόβλητο.

Κανείς δεν είναι.

ΥΓ2. Δεν είναι απορίας άξιο, πως τα πρωινο-μεσημεριανάδικα πάνελ, δεν βρήκαν ειρωνική τή «Συγγνώμη» της Λουκίας Πιστιόλα που «ζητησε» απ τον Σεφερλή, όταν ενημερώθηκε για το ποιος είναι.

Είναι απορίας άξιο όμως, το ότι την δέχτηκε ασμένως και με περισσή ταπεινοφροσύνη ο Σεφερλης.

ΥΓ3. Προσοχή στη διαφορά μεταξύ του «μ αγαπάει το κοινό» και «μ αγαπάει το κοινό μου»,

εκτός κι αν ο Σεφερλής θεωρεί ότι το κοινό του αείμνηστου Βογιατζή στο Κυκλάδων πχ, έχει σχέση με το δικό του στο Δελφινάριο.

Δεν αξιολογώ κανένα κοινό αλλά ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη διαφορά του.

ΥΓ4. Τα όσα έγραψε για τον Σεφερλή ο Γεωργουσόπουλος, ουδόλως έρχονται σε αντίφαση μ όσα επισημαίνω.

Απεναντίας έχει πει ότι ο Σεφερλής ανέπτυξε έναν δικό του κώδικα, ώστε να παίζει επιθεωρησιακά και με αρτιότητα, τους ρόλους που ο ίδιος επινόησε.

Ακριβώς αυτή είναι η βασική λειτουργία της Επιθεώρησης αλλά και του Stand-up Comedy. Είναι τα κατ’ εξοχήν θεάματα που καταργούν τη θεατρική σύμβαση του τέταρτου τοίχου,

μαζί με το Επικό θέατρο του Πισκάτορ και του Μπρεχτ, όπου ο ηθοποιός «κλείνει» το μάτι στον θεατή, απευθυνόμενος σ αυτόν.

Μια αστοχία μόνο. Σε μια τηλεοπτική του παρέμβαση, τον συνέκρινε με τον (νομπελίστα) Ντάριο Φο

που έγραφε κι ο ίδιος τα έργα του.

Μπορεί φαινομενικά να κάνουν το ίδιο, ωστόσο τα έργα του Ντάριο Φο αποδεικνύουν τη δραματουργία τους, διότι έχουν διαχρονικό λόγο ύπαρξης και ανεβάζονται παγκοσμίως από πολλούς άλλους καλλιτέχνες.

Δεν ξέρω αν ποτέ ζητηθεί από κάποιον άλλον, ν ανεβάσει έργο του Σεφερλή.

ΥΓ5. Ο Στάθης Ψάλτης ήταν ένας πολύ σπουδαίος Ηθοποιός. Ξεχώρισε από μικρούς ρόλους, που μαγνήτιζε με το παίξιμο και τη παρουσία του.

Όταν τον ανακάλυψε ο εμπορικός Παραγωγός της «μαζικής κουλτούρας» και των ταινιών του «πολύ κωλόπαιδο ο Κυριάκος», ο Ψάλτης βολεύτηκε.

Έπαιζε τον Ψάλτη, πουλούσε τον Ψάλτη, έγινε πρωταγωνιστής και με καλά λεφτά κι αναγνώριση.

Το σαράκι όμως να ξανά-υπηρετήσει ένα ρόλο κι έναν σπουδαίο συγγραφέα σ ένα σπουδαίο έργο, τον έτρωγε.

Το 1992 ανεβάζει το «Ημερολόγιο ενός τρελού» του Γκογκόλ στο θέατρο Διάνα, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιμούλη.

Δεν είναι πλέον ο Ψάλτης αλλά ένας έξοχος και συγκλονιστικός Αξέντι Ιβάνοβιτς Προπίτσιν.

Δεν πάτησε ψυχή, και αναγκάστηκε το καλοκαίρι να ξαναγυρίσει στο Δελφινάριο και να κάνει πάλι τη γριά με το μαντήλι.

Το «κοινό του» δεν ενδιαφερόταν να δει τον Προπίτσιν αλλά τον Ψάλτη.

Το υπόλοιπο θεατρόφιλο κοινό που θα ήθελε να δει τον Προπίτσιν, δεν ήθελε να δει τον Ψάλτη.

Τον σνόμπαρε.

Είχε γράψει για τον Ψάλτη ο Γεωργουσόπουλος:

«Υποδέχτηκα ένα πολύ μεγάλο τάλαντο, τον Στάθη Ψάλτη. Και δεν παύω να πιστεύω ότι οι δυνατότητές του είναι άπειρες. Από κει και πέρα, ο καθένας επιλέγει το δρόμο του».

Αντικαθιστώντας τα όνομα του Ψάλτη μ αυτό του Σεφερλή, εύκολα θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *