Αγροτικό και οικονομία παραμένουν οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η συνέντευξη του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, Θανάση Κοντογεώργη, στις σελίδες της «Εφημερίδα των Συντακτών -Σαββατοκύριακο».
«Απολύτως αναγνωρίζουμε», ξεκινά για το αγροτικό, «ότι το αυξημένο κόστος παραγωγής, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, οι διεθνείς αναταράξεις και οι διαχρονικές παθογένειες συνθέτουν πραγματικές δυσκολίες που η κυβέρνηση δεν υποτιμά. Φέτος, οι δυσκολίες αυτές μεγεθύνθηκαν από την ευλογιά, την αναδιοργάνωση του συστήματος αγροτικών επιδοτήσεων και τις χαμηλές τιμές σε προϊόντα». Ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ υπενθυμίζει:
«Από την πρώτη στιγμή επιλέξαμε τον διάλογο, ακόμα και σε επίπεδο πρωθυπουργού, και των λύσεων. Από τα 27 αιτήματα, τα περισσότερα έχουν ικανοποιηθεί ή βρίσκονται σε φάση θετικής επεξεργασίας, ενώ τα υπόλοιπα δεν μπορούν να υλοποιηθούν, είτε γιατί ξεφεύγουν του ευρωπαϊκού πλαισίου είτε λόγω δημοσιονομικών αδυναμιών. Μέχρι τέλος του χρόνου θα έχουν καταβληθεί το 2025 συνολικά 3,8 δισ. ευρώ σε αγροτικές ενισχύσεις».
«Η κυβέρνηση εξέτασε κάθε ρεαλιστικό μέτρο και παράλληλα προχώρησε σε θεσμικές αλλαγές που ενισχύουν τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη στις επιδοτήσεις και θα ωφελήσουν το σύνολο του πραγματικού αγροτικού κόσμου. Ο πρωθυπουργός ανέλαβε πρωτοβουλία για Διακομματική Επιτροπή στη Βουλή για χάραξη Εθνικής Στρατηγικής στον πρωτογενή τομέα. Η κυβέρνηση θα διατηρήσει ισχυρή τη σχέση με τους αγρότες. Με διάλογο, κοινωνική υπευθυνότητα και όχι ακραίες κινητοποιήσεις, θα βρεθούν λύσεις», συμπεραίνει.
Σχετικά με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, τονίζει: «Η κυβέρνηση αλλά και κάθε πολίτης αντιλαμβάνονται πλήρως την επίπτωση που προκάλεσαν οι παθογένειες του ΟΠΕΚΕΠΕ σε χιλιάδες έντιμους αγρότες και κτηνοτρόφους αλλά και στο κύρος της χώρας. Το πρόβλημα δεν δημιουργήθηκε σήμερα αλλά συσσωρεύτηκε επί δεκαετίες και οφείλαμε να το αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, αναλαμβάνοντας και την πολιτική ευθύνη που αναλογεί».
«Προχωρήσαμε, λοιπόν, στην, θεσμικά αναγκαία, μεταφορά των αρμοδιοτήτων του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ, έναν ανεξάρτητο φορέα με ισχυρούς μηχανισμούς ελέγχου. Η επιλογή αυτή συνάδει απολύτως με τη διαφάνεια στις αγροτικές επιδοτήσεις, την οποία είμαστε αποφασισμένοι να αποκαταστήσουμε, ώστε κάθε ευρώ να καταλήγει στον πραγματικό δικαιούχο. Επίσης, υπάρχει ρητή δέσμευση ότι τα ποσά που υπεξαιρέθηκαν θα επιστραφούν στους πραγματικούς παραγωγούς μόλις τελεσιδικήσουν οι σχετικές υποθέσεις, διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Είναι κινήσεις θεσμικής υπευθυνότητας και σεβασμού απέναντι στους ανθρώπους του μόχθου στην ελληνική περιφέρεια και είναι απορίας άξιο γιατί η αντιπολίτευση αντιτίθεται στη μοναδική μεταρρυθμιστική λύση που μπορεί να επιφέρει τη διαφάνεια και να εμποδίζει τη διασπάθιση χρήματος. Όπως επιβάλλεται, επιλέγουμε κανόνες, έλεγχο ακόμα και με ενδεχόμενο πολιτικό κόστος, για να θωρακίσουμε το μέλλον του πρωτογενούς τομέα», καταλήγει.
Στην ενότητα για την περιφέρεια, ο υφυπουργός παραδέχεται ότι «το δημογραφικό αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας. Πρόκειται για ζήτημα που υπερβαίνει τον αγροτικό κόσμο ή οποιονδήποτε άλλο μεμονωμένο κλάδο και αφορά συνολικά την ανάγκη συγκράτησης -αλλά και επιστροφής- των νέων ανθρώπων στους τόπους τους».
Γι’ αυτό, συνεχίζει, «η κυβέρνηση σχεδιάζει ολιστικά, αναζητώντας, μαζί με τις τοπικές κοινωνίες λύσεις ριζικές και με διάρκεια. Εργαζόμαστε ώστε οι τοπικές οικονομίες να μπορούν να κρατήσουν τον πληθυσμό τους, μέσα από ειδικά σχέδια για κάθε περιοχή, που έχουν διαμορφωθεί σε συνεργασία με τους ίδιους τους κατοίκους. Περιλαμβάνονται έργα υποδομής, πολιτικές απασχόλησης, στέγασης και ποιότητας ζωής, αλλά και στοχευμένες δημογραφικές παρεμβάσεις, όπως το κίνητρο εγκατάστασης. Καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα».
Παράλληλα, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ στέκεται «σε ειδικά προγράμματα ενισχύσεων για νέους αγρότες, αφού η ανανέωση του ανθρώπινου δυναμικού του πρωτογενούς τομέα είναι η απόλυτη προτεραιότητα για τα επόμενα χρόνια μαζί με τα θέματα επισιτιστικής ασφάλειας». «Μόνο έτσι», σημειώνει, «η περιφέρεια μπορεί να αποκτήσει προοπτική, ανθεκτικότητα και πραγματικό μέλλον. Γι’ αυτό και πιστεύω βαθιά, όπως άλλωστε έχει αναφέρει και ο πρωθυπουργός, ότι η ανάπτυξη της περιφέρειας και η εσωτερική σύγκλιση είναι εθνικός στόχος και όχι πεδίο τυφλής κομματικής αντιπαράθεσης».
Η συζήτηση ολοκληρώνεται με τις οικονομικές προοπτικές. «Είναι δικαίωση για την κυβέρνηση», λέει ο Θ. Κοντογεώργης για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, «να αναφέρονται -έστω και εμμέσως- θετικά στο ΤΑΑ και το ελληνικό Σχέδιο, το οποίο μέχρι πρότινος αμφισβητούσαν. Το σενάριο επερχόμενης λιτότητας που παρουσιάζει η αντιπολίτευση δεν ευσταθεί. Η πρόβλεψη για την ανάπτυξη της Ελλάδας είναι ότι παραμένει ισχυρή. Για το 2026 προβλέπεται ρυθμός 2,4%, υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου».
Προσθέτει ότι «το Μεσοπρόθεσμο 2026-2029 στηρίζεται στη δημοσιονομική σταθερότητα που έχουμε πετύχει: πρωτογενή πλεονάσματα, σταθερή μείωση του χρέους και αυξημένη αξιοπιστία της χώρας. Αυτή ακριβώς η πολιτική δημιουργεί τον χώρο για περαιτέρω μειώσεις φόρων και στήριξη της ανάπτυξης, όχι για περικοπές».
«Το τέλος του ΤΑΑ δεν σημαίνει τέλος των επενδύσεων. Με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων η κυβέρνηση έχει σαφές, αξιόπιστο και ρεαλιστικό σχέδιο ώστε η ανάπτυξη να συνεχιστεί. Το 2029 οι δημόσιες επενδύσεις θα ανέρχονται περίπου σε 22% του συνόλου (11,2 δισ. ευρώ) και οι ιδιωτικές σε 78% του συνόλου (40,5 δισ. ευρώ), σε σύνολο επενδύσεων 51,7 δισ. ευρώ, πρόβλεψη που δείχνει και ωρίμαση του οικονομικού προτύπου», καταλήγει.
