Ξεκινώντας από τα Τέμπη, ο ισχυρισμός της αντιπολίτευσης περί ακυρότητας της διαδικασίας στην προκαταρκτική επιτροπή εντάσσεται, σύμφωνα με τον Θ. Κοντογεώργη, στην «τακτική πολιτικής εργαλειοποίησης του ζητήματος». Στον αντίποδα, ανέφερε, «ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση κατέθεσαν την πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση σε σχέση με την ευθύνη των υπουργών για τα αδικήματα που ασκούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».
Όσον αφορά τη στάση του Χρήστου Τριαντόπουλου, «είπε ότι πιστεύει στη δικαιοσύνη», άλλωστε «η εμπειρία των προηγούμενων εβδομάδων και μηνών έδειξε ότι δεν μπορούμε δυστυχώς να συζητάμε ψύχραιμα». Κατά συνέπεια, προσέθεσε, «ό,τι μπορούσε να γίνει στην προκαταρκτική επιτροπή, θα γίνει στο δικαστικό συμβούλιο». Εξ άλλου, κατέληξε, η απόφαση του Χρ. Τριαντόπουλου ήταν «γενναία, δεν είναι κάτι συνηθισμένο αυτό το οποίο έγινε».
Και, σε άλλο σημείο της συνέντευξης, «ελλείψει προγραμματικού λόγου υπήρξε μια πολιτική επένδυση και εργαλειοποίηση από την αντιπολίτευση. Προσπάθησαν, ατυχώς όμως, να χωρέσουν στον κομματικό ανταγωνισμό μια τέτοια υπόθεση με αυτό το συναισθηματικό και όχι μόνον, υπόβαθρο. Αυτό ήταν λάθος, η κυβέρνηση λειτούργησε θεσμικά και πολιτικά, λειτούργησε ψύχραιμα», σημείωσε ακόμη ο Θ. Κοντογεώργης, που ζήτησε «να μην φτάσουμε στο άλλο άκρο, της ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής».
Σε κλίμα δημοσκοπήσεων, «τα ποιοτικά στοιχεία προσδιορίζουν τη δουλειά μας, σε ποιους τομείς οι πολίτες αισθάνονται ότι πρέπει να γίνουν περισσότερα, στην οικονομία, την υγεία, την ασφάλεια κ.α., τη λειτουργία των θεσμών». Ενώ διεμήνυσε ότι η κυβέρνηση «δεν θα προσχωρήσει σε λαϊκισμούς, δεν θα κάνουμε τα λάθη του παρελθόντος» αλλά, από την άλλη, οφείλει να εξηγεί «απλά, με λαϊκότητα», όπως είπε, τις πολιτικές της.
Στον τομέα της οικονομίας – ακρίβειας, «υπάρχουν στοιχεία που μας ενθαρρύνουν και άλλα που μας προβληματίζουν και έντονα μάλιστα», αναγνώρισε. Ξεκινώντας από τα θετικά, «υπάρχει μια συναποδοχή, από τους διεθνούς οίκους κ.α. ότι παρά τις ρευστές συνθήκες στο ευρύτερο περιβάλλον οι διεθνείς επενδυτές αντιμετωπίζουν τη χώρα ως ασφαλή προορισμό για επενδύσεις». ‘Αλλο θετικό είναι ότι από το 2019 και μετά «μπήκαν στην αγορά εργασίας μισό εκατομμύριο άνθρωποι. Πριν είχαμε άνεργες μία στις τέσσερις γυναίκες, τώρα είναι μία στις δέκα. Στους νέους είχαμε άνεργους τέσσερις στους δέκα, τώρα είναι λιγότεροι από δύο στους δέκα. Στην κεντρική μας επιλογή για αύξηση των εισοδημάτων κάνουμε αυτό που μπορούμε στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα», υπογράμμισε επίσης.
Στα αρνητικά «υπάρχουν παράγοντες που δυσκολεύουν πάρα πολύ την καθημερινότητα και υπάρχει αρκετός κόσμος που ζορίζεται», δήλωσε και εξειδίκευσε: «Στα τρόφιμα είχαμε έναν υψηλό συσσωρευμένο πληθωρισμό, ο οποίος παρόλο που είναι μηδενικός αυτή τη στιγμή, πιέζει».
Τώρα, όμως, «έχουμε πιο δυνατούς ελεγκτικούς μηχανισμούς – υπήρχαν εταιρείες που κορόιδευαν τον κόσμο για μεγάλο χρονικό διάστημα -, από εκεί που είχαμε πέντε ανθρώπους στη ΔΙΜΕΑ (σ.σ. Διυπηρεσιακή Μονάδα Ελέγχου Αγοράς), τώρα έχουμε 110».
Παράλληλα, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ επέμεινε στο δίπτυχο, δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές, υγεία, παιδεία – άμεσες φορολογικές απαλλαγές, οι οποίες «περνούν πιο άμεσα σε κάθε πολίτη». Τον Σεπτέμβριο, μάλιστα, «θα υπάρξουν ανακοινώσεις σε αυτήν την κατεύθυνση (σ.σ. των φορολογικών ελαφρύνσεων)».
Εν κατακλείδι, «είμαστε στο μέσον μιας θητείας που περάσαμε πολλά», αλλά «σε όλα τα πεδία, τα ευρύτερα γεωστρατηγικά, τα οικονομικά, τα θέματα της καθημερινότητας η αλλαγή φαίνεται σταδιακά στην πράξη».